- σοβάτισμα
- σοβάτισμα, το και σουβάτισμα, το και σοβάντισμα, τοεπικάλυψη των επιφανειών με σοβά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σοβάτισμα — και σοβάντισμα και σουβάτισμα και σουβάντισμα, το, Ν [σοβατίζω] επικάλυψη επιφάνειας τοίχου με σοβά … Dictionary of Greek
αλοιμός — ἀλοιμός, ο (Α) (για διακόσμηση τοίχου) γυαλάδα, λουστράρισμα ή σοβάτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἀλοιμὸς αντί *ἀλοιμμὸς < *ἀλοιφμὸς < ρ. ἀλείφω] … Dictionary of Greek
κονίαση — η (Α κονίασις) [κονιώ] επίχριση τοίχου με κονίαμα, σοβάτισμα νεοελλ. ιατρ. νόσος που προκαλείται από εισπνοή σκόνης, αλλ. κονίωση … Dictionary of Greek
μεταπιάνω — και ματαπιάνω (Μ μεταπιάνω) 1. πιάνω ή παίρνω ξανά στα χέρια μου («από τότε που έπαθε καρδιακό επεισόδιο υποσχέθηκε να μη ματαπιάσει χαρτιά στα χέρια του») 2. (σχετικά με τέχνη ή επάγγελμα) ασχολούμαι ή καταγίνομαι πάλι με κάτι ή επιδίδομαι πάλι… … Dictionary of Greek
σοβάντισμα — το, Ν βλ. σοβάτισμα … Dictionary of Greek
σουβάτισμα — το, Ν βλ. σοβάτισμα … Dictionary of Greek
μυστρί — το ιού, εργαλείο των οικοδόμων και των σοβατζήδων που αποτελείται από τριγωνικό έλασμα και λαβή και με το οποίο παίρνουν το κονίαμα που χρησιμοποιούν στο χτίσιμο ή το σοβάτισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σοβάντισμα — το βλ. σοβάτισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)